- θαυματουργικός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να κάνει θαύματα: Το νερό αυτής της πηγής έχει θαυματουργικές ιδιότητες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαυματουργικός — ή, ό (Μ θαυματουργικός, ή, όν) [θαυματουργός] 1. αυτός που αναφέρεται στη θαυματουργία 2. αυτός που κάνει θαύματα, ο θαυματουργός. επίρρ... θαυματουργικώς και ά (και με κακή σημ.) με θαυματουργικό τρόπο … Dictionary of Greek
Βιτς, Κόνραντ — (Conrad Witz,Ρότβαϊλ 1400; –Βασιλεία 1445;).Γερμανός ζωγράφος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες και ενδείξεις για το πώς δέχτηκε τη γαλλοβουργουνδική επίδραση που χαρακτηρίζει το ύφος του, το οποίο πάντως ήταν ιδιαίτερα προσωπικό, γιατί δεν έγινε δυνατόν … Dictionary of Greek
θεουργικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη θεουργία ή το θεουργό (βλ. λλ.), θαυματουργικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)